ζαχαροδοχείο

ζαχαροδοχείο
το
η ζαχαριέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο-* + δοχείο. Ο λόγιος τ. ζαχαροδοχείον μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζαχαροδοχείο — το η ζαχαριέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροθήκη — η ζαχαριέρα, ζαχαροθήκη, ζαχαροδοχείο, ζαχαροκούτι …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροκούτι — το ζαχαριέρα, ζαχαροδοχείο …   Dictionary of Greek

  • σακχαροδοχείο — το, Ν το ζαχαροδοχείο, η ζαχαριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. σακχαροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”